4 Απρ 2013

Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι




ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ



«Με έχουν ονομάσει, κατά καιρούς, ποιητή της θάλασσας, ποιητή των νησιών και του ήλιου. Και ώς ένα σημείο είμαι. Αλλά δεν είμαι μόνο αυτό. Δεν είμαι μόνο αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς, όταν ακούει τέτοιους χαρακτηρισμούς και νομίζει ότι έχει να κάνει με εντυπώσεις και περιγραφές, με μια απλή φυσιολατρεία. Τα φυσικά στοιχεία έχουν μια δεύτερη και μια τρίτη σημασία, όπου η γλώσσα και η ιστορική μνήμη εμπλέκονται και δημιουργούν μια άλλη πραγματικότητα, για τις καθημερινές μας στιγμές ασύλληπτη. Αποτελούν, θα έλεγα, στην κλίμακα του πνεύματος, ένα αλφάβητο που με την κατάλληλη χρήση του, εξαιρετικά δύσκολη –πρέπει να το πω και αυτό αμέσως–, ξεκλειδώνει τα μυστικά και αποδίδει το μυστήριο που μας περιβάλλει, το κάνει προσιτό στην ψυχή μας. Και η ψυχή μας είναι μεγάλη υπόθεση. Η ατομική μας ψυχή και η ομαδική. Γιατί υπάρχει και η ομαδική ψυχή, που αντιπροσωπεύει κάθε λαό στο σύνολό του και στην ιδιοτυπία του. Απ' αυτή την άποψη ήθελα να πω λίγα πράγματα, και αν μίλησα στην αρχή για τον εαυτό μου –πράγμα που δεν το συνηθίζω– το έκανα για να φτάσω ακριβώς εκεί.

Μου δόθηκε η ευκαιρία στους πέντε μήνες που πέρασα στην Κύπρο το καλοκαίρι του '70, να την τριγυρίσω όλη, να δω τα αρχαία της, τα Βυζαντινά της, τα σημερινά της, σε αδιάσπαστη συνέχεια, σε αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα τους και ανάμεσά στο τοπίο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Με εντυπωσίασε και μου έδωσε μια βαθιάν ικανοποίηση, θα έλεγα μιαν επαλήθευση της ταυτότητάς μου σαν μέλους μιας κοινότητας που σαν Γένος επέτυχε πάντοτε.

Ο Ελληνισμός είναι μια κοινότητα που με ποικίλες μορφές και κάτω από ποικίλες περιστάσεις αντίξοες, δραματικές, εξοντωτικές κάποτε, κατάφερε παρ' όλα αυτά να επιβιώσει. Δεν ξέρω αν έχουμε άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία. Και το μόνο του όπλο, αλλά ένα όπλο μοναδικό και παντοδύναμο, εστάθηκε η γλώσσα του. Η «ελληνική λαλιά», όπως έλεγε ο Καβάφης, «ως την Βακτριανή την πήγαμε – ως τους Ινδούς».

Να γιατί είμαι υπερήφανος ασκώντας μια τέχνη που χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το όργανο. Και να γιατί μου έδωσε τόση ικανοποίηση η συμβίωσή μου με την πραγματικότητα της Κύπρου. Γιατί βρήκα τα «ανάλογα» της γλώσσας αυτής, έξω από κάθε ιστορική ή πολιτική σκοπιμότητα, σ' αυτή τη «μνήμη» που την κουβαλάτε και την εξωτερικεύετε όλοι σας και που είναι μαρτυρία ενός ανεπανάληπτου πολιτισμού.

Αυτό που θαυμάζουμε στην ελληνική τέχνη της ακμής, δεν είναι αυτό που πίστεψαν οι Δυτικοί ότι συνεχίστηκε με την Αναγέννηση. Ούτε αυτό που πραγματοποιήσανε αργότερα με τα νεοκλασσικά κτίρια που κοσμούν τις πρωτεύουσές τους. Είναι μια ειδική αίσθηση για τα πράγματα και τις αναμεταξύ τους σχέσεις, που οδηγεί στην ευγένεια, είτε καταπιάνεσαι με μεγάλα είτε με ταπεινά έργα. Για την αντίληψή μου –θα μπορούσα να πω για την αντίληψη ολόκληρης της γενεάς μου– η συνέχεια του πνεύματος εκείνου πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνον από τον λαϊκό πολιτισμό. Μια εσωτερική αυλή σπιτιού με τους ασβεστωμένους τοίχους, τα λουλούδια στους τενεκέδες, τα πέτρινα σκαλάκια, ή ένας περίβολος μοναστηριού με τα κυπαρίσσια, τη στέρνα, τις στοές και τα κελλιά, βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αντίληψη που έφτιαχνε τους Απόλλωνες και τις νίκες, τους Οσίους και τις Θεομήτορες, απ' όλες τις μεγαλόπρεπες κολόνες και μετόπες των Ευρωπαϊκών Ανακτόρων. Και αυτό συνέβη επειδή, αξεδιάλυτα συνυφασμένα, το τοπίο και η γλώσσα, επιβιώσανε μέσα στο ομαδικό υποσυνείδητο, διατηρηθήκανε μέσα στους ύμνους της Ορθοδοξίας και στα Δημοτικά Τραγούδια –το παρατηρούμε αυτό εντελώς ιδιαίτερα στην Κύπρο– και έφτασαν ώς τις μέρες μας, είτε οι καιροί ήτανε καλοί είτε χαλεποί. Τολμώ, μάλιστα, να πω ότι λειτουργήσανε πιο οργανικά και πιο έντονα στη δεύτερη περίπτωση – κάτι που γεννά την απορία των ξένων και παραμένει για την αντίληψή τους ακατανόητο. Πολύ συχνά μου έτυχε να με ρωτήσουνε στις συνεντεύξεις: Για ποιό λόγο η ποίηση η ελληνική γυρίζει στην μοίρα του φορέα της; Καμιά σχεδόν ποίηση ξένης χώρας δεν ασχολείται με την Ιστορία και την μοίρα του λαού της. Τους απάντησα: Επειδή ο Ελληνισμός έζησε πάντοτε κοντά στον κίνδυνο. Επειδή ό,τι κινδυνεύει, ζητάς να το διασώσεις. Επειδή νιώθουμε μόνοι. Επειδή σαν πολιτιστική μονάδα δεν έχουμε συγγενείς. Και επειδή –προσθέτω εγώ τώρα μεταξύ μας– στο βάθος μας φοβόντουσαν πάντοτε, όσο αδύναμοι και αν είμασταν. Και μας πολεμούσανε, «Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι!», για να ξαναθυμηθώ τον Σολωμό. Ή μήπως αυτό δεν συμβαίνει σήμερα με την Κύπρο;

Μου επεφύλαξε η τύχη την τιμή να γνωρίσω τον Εθνάρχη Μακάριο σε μιαν από τις κορυφαίες στιγμές της δράσης του. Και την θλιβερή τιμή να παραστώ εχθές στην επιμνημόσυνη δέηση για ανάπαυση της ψυχής του. Το αγωνιστικό του σθένος, την ψυχική του αντοχή, το κάλλος του, τα αντλούσε από την μεγάλη δεξαμενή που αποτελείτε όλοι σας – ολόκληρος ο κυπριακός λαός. Για αυτό τη συνέχεια την βλέπουμε σήμερα και θα την βλέπουμε πάντοτε –αρκεί να υπάρχει ενότητα– ολοένα πιο δυνατή, πιο αποφασιστική επάνω στα δικά του βήματα.
Αλλά αυτό είναι το θαύμα. Να δυναμώνεις και να αντρειεύεσαι τότε ακριβώς που κινδυνεύεις να χάσεις αυτά που αγαπάς, όμως να ξέρεις πως είναι δικά σου, κατάδικά σου. Και να τους δίνεις την χροιά του ακατάλυτου και του αιώνιου...»

25 Μαρ 2013

ΣΑΣΤΑ ΤΖΙΑΙ ΕΓΥΡΑΣΙΝ



Του ΑΛΚΙΝΟΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ

Δεν θα πω για τους άλλους. Λίγο με ενδιαφέρει η ποιότητα και η στάση τους σε τέτοιες στιγμές. Ούτε και περίμενα καλύτερη αντιμετώπιση. Όσο και να τους βρίσω, χαϊδεύω τα αυτιά μας και τίποτα δεν αλλάζει. Θα πω για εμάς, και συγχωρήστε με:

Έρχεται η μέρα που η μάσκα τραβιέται βίαια. Η μέρα που το αληθινό μας πρόσωπο φανερώνεται, θέλουμε-δεν θέλουμε, αφτιασίδωτο και τρομακτικά αληθινό. Πρέπει να το κοιτάξουμε, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Πρέπει να το ρωτήσουμε, να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί μόνο αυτό γνωρίζει.

Γυρνάμε απότομα, για να αντικρίσουμε μια τρύπα στον καθρέφτη. Πού απουσιάζει το πρόσωπό μας; Το ξεχάσαμε σε μικρά, ταπεινά, εγκαταλελειμμένα σπίτια, στη σκόνη χαμηλών, πλύνθινων ερειπίων, στους τάφους αγράμματων, ακατέργαστα σοφών παππούδων. Εκεί αφήσαμε θαμμένες τις αληθινές καλημέρες, τη συγκίνηση των στίχων, την αλληλεγγύη των ανθρώπων κι ότι πολύτιμο δεν μετριέται σε χρήμα. Έκτοτε, προχωρήσαμε στον «σύγχρονο κόσμο» απρόσωποι, γυμνοί, παλεύοντας να κρατήσουμε το νήμα της ύπαρξής μας άκοπο, μέσα σε εποχές δύσκολες, μέσα σε ένα τοπίο που δεν μας μοιάζει.

Γίναμε αρχοντοχωριάτες, επενδύοντας στα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο συνθετικών της λέξης. «Έχω γάμο», λέγαμε και στεκόμασταν καλοντυμένοι σε γκαζόν ξενοδοχείων, με φακελάκια στα χέρια, χωρίς αληθινή, από καρδιάς ευχή. «Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας». Ούτε αινίγματα, ούτε τίποτε. Όλα απαντημένα, όλα πεζά. Μεγάλα και άδεια. Απομείναμε αναίσθητοι μπροστά στο ιερό, ζώντας ένα γυαλιστερό, αντιαισθητικό, άχαρο, ανέραστο, ανίερο, ξοδεμένο παρόν. Χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρο, διαζευγμένοι από το είναι μας.

Τα καλύτερα παιδιά μας τα πουλήσαμε. Τα αφήσαμε να σπαταλούν τη ζωή τους σε λογιστικά βιβλία, σε γραφεία εταιρειών, σε άψυχους λογαριασμούς. Τα κάναμε σκλάβους με τίτλους διευθυντικού στελέχους. Τα ταΐσαμε χρήματα, τα σπουδάσαμε χρήματα, τα μάθαμε να σκέφτονται χρήματα, να υπηρετούν χρήματα, να ονειρεύονται χρήματα, να παντρεύονται χρήματα, να γεννάνε χρήματα, να είναι χρήματα. Μιλούν άπταιστα τα χειρότερα Αγγλικά (αυτά της δουλειάς) και άθλια τα καλύτερα Ελληνικά (τα Κυπριακά). Όταν τα χρήματα λείψουν, από πού θα κρατηθούν;

Αντικαταστήσαμε το γλέντι στην πλατεία του χωριού με το σκυλάδικο. Τον έρωτα με το στριπτιζάδικο. Τα αναγκαία για την επιβίωση, με ένα τζιπ γεμάτο άχρηστα ψώνια. Τον ελεύθερο χρόνο με την υπερωρία. Κάναμε το παιγνίδι των παιδιών υπερπαραγωγή, σε πάρτι γενεθλίων κατά παραγγελία. Ξεχάσαμε ποια είναι τα βασικά συστατικά της ύπαρξής μας, ως ατόμων και ως κοινωνίας, αντικαθιστώντας τα με ότι μάς γυάλισε στη βιτρίνα. Γίναμε ότι μας έπεισε ο διαφημιστής, η τηλεόραση ή το περιοδικό να γίνουμε. Καταντήσαμε οπαδοί ομάδων, φανατικοί, με μαχαίρια και μίσος. Έφηβος, προτού σιχαθώ όλες τις ομάδες εξίσου, ήμουν με την Ομόνοια. Μια μέρα που έπαιζε με το ΑΠΟΕΛ, αρρώστησε ο τυμπανιστής των αντιπάλων. Ήρθαν στην άλλη κερκίδα και μου ζήτησαν να πάω στη δική τους, για να παίξω το τύμπανο. Πήγα ευχαρίστως.

Πέρασε ο καιρός, αλλάξαμε. Ξεχάσαμε. Χωριστήκαμε σε κόμματα και τα ψηφίσαμε τυφλά, διχαστήκαμε με τρόπο αταίριαστο στην ιστορία και την παράδοσή μας. Σε μια σταλιά τόπο, λέγαμε «οι άλλοι». Πήραμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και τα κάναμε αξιώματα.

Να πάει στο καλό τέτοιος εαυτός, να μην ξανάρθει. Καθόλου μην τον κλάψουμε, καθόλου μη μας λείψει. Στον αγύριστο!

Πέρασαν χρόνια. Το κορίτσι από τις Φιλιππίνες έκλαιγε κρυφά στο κρεβάτι του για το παιδί και τη μάνα που άφησε για να σερβίρει καφέ τον κύριο Πάμπο, που έγινε σερ, για να σιδερώνει τα ακριβά βρακιά της κυρίας Αντρούλλας, που έγινε μάνταμ. Η κοπέλα θα γυρίσει φτωχή στο Μπάγκιο Σίτι ή στη Μανίλα. Θα αγκαλιάσει τη μάνα της, θα φιλήσει το παιδί της. Εμείς, πού επιστρέφουμε;

Τι μένει όταν ο σερ και η μάνταμ, έκπληκτοι, χάνουν το αυτοκίνητο, την υπηρέτρια, το λούσο και το σπίτι τους; Τι κρατιέται αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, κάτω από την επιφάνεια που βουλιάζει; Πού ακριβώς βρίσκεται ανεξίτηλα χαραγμένος ο βαθύς Χαρακτήρας, που μας επιτρέπει, όταν όλα αλλάζουν, να λέμε ακόμη «Εμείς»;

Μπορούμε σήμερα να αποφασίσουμε ξανά, ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι μαζί, ποιοι είμαστε. Τι είναι σημαντικό και τι όχι. Τι αξίζει να προσπαθήσουμε μέχρι τέλους. Ποια λόγια αξίζει να πούμε προτού φύγουμε, πώς αξίζει να σταθούμε και απέναντι σε τι, προτού πεθάνουμε. Κι αυτό, μπορούμε να το κάνουμε, ακόμη και νηστικοί, άνεργοι και άστεγοι. Ήταν όμως αδύνατον να το κάνουμε χορτάτοι και υποταγμένοι, με έναν εαυτό-καταναλωτή, εξαρτημένο και ευχαριστημένο.

Μείναμε σε σκηνές, στο ύπαιθρο, για χρόνια. Χάσαμε για πάντα τα σπίτια, τα χωριά και τις ζωές μας. Περιμέναμε κάθε μέρα, για χρόνια, αγνοούμενους που δεν γύρισαν. Για δεκαετίες, ακούγαμε αεροπλάνο και στρέφαμε έντρομοι τα μάτια στον ουρανό. Χιαστί ταινίες στα παράθυρα, μη σπάσουν από τον βομβαρδισμό που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναρχίσει. Τα παιδιά που έβγαλαν το σχολείο διαβάζοντας με το κερί στα αντίσκηνα, χειμώνες στη σειρά, βρίζονταν στην Ελλάδα από τους Ελλαδίτες, γιατί τους έτρωγαν τις θέσεις στα πανεπιστήμια. Η Μεγάλη Μαμά τίποτα δεν κατάλαβε. Κι ακόμη δεν καταλαβαίνει. Γιατί, μπορεί η Κύπρος να είναι Ελληνική, όμως, πόσο λίγο Κυπριακή είναι η Ελλάδα! Πόσο λίγο Ελληνική είναι η Ελλάδα!

Επιτρέψαμε στους μικρούς πολιτικούς ενός αδύναμου και απροστάτευτου τόπου, να συμπεριφέρονται σαν άρχοντες αυτοκρατορίας. Να υπηρετούν κόμματα και τσέπες, σαν να μην υπάρχει απειλή, κίνδυνος και γκρεμός, σαν να είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη να γίνουμε μπουκιά στο στόμα κροκοδείλων. Είδαμε τα τρυφερά, αγνά χαμόγελα των παιδιών του Απελευθερωτικού Αγώνα να χρησιμοποιούνται από βάρβαρους, απαίδευτους «πατριώτες» με ξυρισμένα κεφάλια, φαλακρούς «απ’ έξω κι από μέσα». Ζήσαμε την αδικία, την απώλεια, την εγκατάλειψη. Τα ξέρουμε όλα, τα είδαμε όλα, τα ζήσαμε όλα. Τώρα θα φοβηθούμε;

Όταν κλαίγαμε το ’74, κλαίγαμε για τα σπίτια μας. Σήμερα θα κλάψουμε για τις επαύλεις μας; Τότε, κλαίγαμε για το χωριό μας. Θα κλάψουμε σήμερα για την τράπεζα; Τότε, για τους τάφους των γονιών μας. Σήμερα για τα χρέη μας; Τότε, για τις ζωές μας. Σήμερα για τις δουλειές μας; Δεν νομίζω...

Η κοινωνία μας, αυτή η διαλυμένη, πιέζοντας ασταμάτητα την όποια επίσημη πολιτική ηγεσία, αλλά και πέρα απ’ αυτήν, θα αναπτύξει μηχανισμούς στήριξης των ανέργων, θα φροντίσει τα παιδιά της. Όχι από ελεημοσύνη. Από αλληλεγγύη. Και με τη γνώση πως, αν ο διπλανός δε ζει καλά, κανείς δε ζει καλά. Γιατί, ότι ποτέ μας κράτησε σ’ αυτόν τον τόπο, ήταν ένας ιδιόμορφος, ποιητικός, παράλογα ωραίος κοινωνικός ιστός, που αυτοπροστατεύεται και που μας προστατεύει. Αυτός είναι που ανάγκασε τους βουλευτές να πουν, για μια έστω στιγμή, «Όχι».

Το «Όχι» της Κυπριακής Βουλής, είναι σημαντικότερο απ’ ότι κάποιοι χαιρέκακοι μπορούν να υποψιαστούν. Κι ας επιστρέψει η Βουλή εκλιπαρώντας τους Τροϊκανούς, κι ας πέσει στα γόνατα, κι ας τους γλύψει τα πόδια, μετά. Κι ας χάσουμε περισσότερα. Γιατί, για μια στιγμή έστω, έμοιασε η Δημοκρατία να έχει νόημα, ένα νόημα ξεχασμένο εδώ και δεκαετίες. Έμοιασαν, έστω και για μια στιγμή, οι εκπρόσωποι να εκπροσωπούν πράγματι. Η στιγμή καταγράφεται και μένει, δημιουργώντας προηγούμενο, παρά την όποια κατάληξη. Και το γεγονός πως το προηγούμενο δημιουργήθηκε από μισή μερίδα τόπο, αγαπητοί λογικοί λογιστές, το κάνει ακόμη σημαντικότερο. Τίποτα «δικό σας» δεν θα μείνει ποτέ στην Ιστορία, να σηματοδοτεί, να καθορίζει, ή έστω να θυμίζει κάτι υπαρξιακά σημαντικό. Αφήστε μας να το χαρούμε. Δεν μας προσφέρονται συχνά τέτοιες χαρές.

Αυτό το «Όχι», φαίνεται να είχε και χειροπιαστά αποτελέσματα: Εκτός από τη δυνατότητα μη φορολόγησης των μικροκαταθετών, εκτός από το χρονικό περιθώριο που έδωσε για τη νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των συναλλαγών και τη δημιουργία Ταμείου Αλληλεγγύης, που μπορούν να παίξουν σημαντικά θετικό ρόλο στο μέλλον, έδωσε και τη δυνατότητα, έστω σπασμωδικά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω με απογοητευτικό αποτέλεσμα, να μετρηθούν οι δυνάμεις και οι «φιλίες», τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας. Βοήθησε να καθαρίσει το τοπίο, να τελειώσουμε με ψευδαισθήσεις, να καταλάβουμε ξανά το πόσο μόνοι είμαστε, το πόση ευθύνη έχουμε. Κι όσοι πιστεύουν πως με ένα «Ναι» θα σώζαμε κάτι, τη Λαϊκή Τράπεζα ή την Κύπρου (αλήθεια, πόσο «δική μας» μπορεί να είναι μια τράπεζα;) και μαζί τις δουλειές, ή τους κόπους μιας ζωής που τους εμπιστευτήκαμε, να μην ξεχνούν πως, όποιο κομμάτι μας έμεινε απροστάτευτο, ούτως ή άλλως, και με τα «Ναι» και με τα «Όχι», θα κατασπαραχθεί.

Δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει “plan B”. Θα ήταν αδύνατον να έχει εκπονηθεί από ανθρώπους της γενιάς μου και της προηγούμενης, από ανθρώπους βουτηγμένους στην κατανάλωση, στο εφήμερο, στο συμφέρον, στο νεοπλουτισμό και στο τίποτε, μια πολιτική που να έχει βάθος και σοβαρότητα. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς δικλίδες ασφαλείας, χωρίς λογική, είπαν ενστικτωδώς “Όχι”. Έστω και για μια στιγμή. Ένα “Όχι” καταστροφικό και λυτρωτικό μαζί, που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ. Θα προτιμήσετε να καταστραφούμε εξίσου, λέγοντας “Ναι”.

Οι Κύπριοι προσφυγοποιούμαστε ξανά στην ίδια μας την πατρίδα. Χάνουμε ξανά τη ζωή όπως τη χτίσαμε, όπως νομίζουμε πως τη διαλέξαμε, όπως νομίσαμε πως μας ανήκει. Και φοβόμαστε. Είναι ανθρώπινο. Όμως, τι πραγματικά φοβόμαστε; Ότι θα πεινάσουμε; Πεινάσαμε και παλιότερα. Ότι θα κρυώσουμε; Κρυώσαμε χρόνια. Ότι θα μείνουμε μόνοι; Πάντα μόνοι ήμασταν. Ότι θα πονέσουμε; Από πόνο άλλο τίποτε... Ότι θα μας κατακτήσουν; Πάντα κατακτημένοι υπήρξαμε.

Θα τα καταφέρουμε, το ξέρουμε καλά! Γιατί, τελικά, δεν φοβόμαστε τίποτε. Γιατί, τελικά, το μόνο που φοβόμαστε, είναι το υποχρεωτικό κοίταγμα στον καθρέφτη. Το μόνο που μας φοβίζει, είναι το μόνο που πραγματικά έχουμε: το αληθινό μας πρόσωπο. Ας το ξεθάψουμε, ας το θυμηθούμε, ας το κοιτάξουμε. Ενώ όλοι, φίλοι και εχθροί, μας αγριοκοιτάζουν, ενώ η μάσκα μας πέφτει νεκρή, αυτό θα μας χαμογελάσει.

21 Οκτ 2011

Αρθρο 37


Αφεντικό κατάλαβα
δεν θέλεις να πληρώσεις
μισθό δικό μου της σειράς
μην και το πρόσωπο σου
πάψει να εμφαίνει δύναμη
μιας λευτεριάς δικιάς σας
που θραύει κανόνες των πολλών
και πλήβειων κονάκια
γιατί φτηνοί είναι οι μισθοί
κι οι τόκοι σας μεγάλοι…

Εγώ στην επανάσταση
κελί στεγνό θα σου χω…





14 Αυγ 2011

Ο Γκιούνης ο Κύπριος τζιαι η Γλαύκα η Αθηναία



Στο δάσος της Πυκνής κοντά στην Πέγεια ζιούσεν ένας γέριμος Γκιούνης. Ήταν σχεδόν ένδημος, μόνον εκλογικόν βιβλιάριον δεν του’ χαν δώκει ακόμα.

Τα φθινόπωρα τον επισκέπτονταν κάτι ανηψιούδκια του που τες βόρειες χώρες, τζιαι εφιλοξέναν τους, με ούλλα τα καλά του χωρκού: Σιουσιούκκο, οφτόν κλέφτικον, πατατούες αντιναχτές, κουπέπια τζιαι κάμποση ζιβανία.

Εκάθουνταν λλίες μέρες τζιαι ύστερα μεθυσμένα εφεύκασιν για Αίγυπτο μερκάν.

- Ρε, που πάτε ποτζιεί. Κάτσετε δαμαί.. πού εν νά βρετε καλλύττερα...

- Εεε.. εμείς είμαστεν αποδημητικά χωρίς δικαίωμαν παραμονής.. τζιαι αν μείνουμεν εν να μας συνάξουν σαν λαθρομετανάστες.. τζιαι άτε να τα σάσουμεν ύστερα.. Ευκαριστούμεν σου πάντως.. Αλλά γιατί εν έρκεσαι τζι’ εσού μιτά μας να αλλάξεις τζιαι λλίον τον αέραν σου, να φάεις τζιαι κανέναν ζουρντουλλήν κουρκουτάν να κάτσει πάνω σου..

Εκαλάρεσεν του Γκιούνη της Πυκνής η ιδέα τζιαι δίχα πολλά πολλά, εσύναξεν τα ππουρτού του τζιαι εξεκίνησεν με τους άλλους για νοθκιάν..

Άμαν τζι’ εφτάσασιν, επεράσαν λλίες μέρες, έφαεν τζιαι τους ακκανομούττηδες του, τις αλιζαύρες του, τις ακρίδες του, αλλά ποντικούδκια τζιαι μισιαρούδκια που του αρέσκασιν πολλά έν είσιεν.

- Το λοιπόν φίλοι μου, λαλεί τους.. Ευκαριστώ σας πολλά για την φιλοξενίαν αλλά εν ώρα μου να πάω έσσω μου.. επεθύμησα την φωλιούαν μου τζιαι τα μισιαρούδκια των θαλασσινών σπηλιών του Αη-Γιώρκη που εν έσιει δαμαί.. Ελπίζω πόν να στρέφεστε να σας φιλοξενήσω πάλαι..

Ύστερα που κάμποσες μέρες έφτασεν πίσω στο δάσος κατακομμένος... Εποστάθηκεν πολλά ώσπου να’ ρτει πίσω..

Άμαν τζι’ έφτασεν έξω που την φωλιάν του, πάει να μπει μέσα, τζιαι ακούει μιαν τσιριλιάν που εκοκκάλωσεν ο γέριμος..

- Μα ίντα μπου γίνεται δαμαί λαλεί.. ποιος εν μέσα στην φωλιάν μου..

Τότε ακούει μιαν φωνήν τζιαι λαλεί του:

- Τι λες καλέ.. ποια φωλιά σου.. εγώ μένω εδώ πάνω από τρεις μήνες.. δικιά μου είναι η φωλιά!!

Τζιαι θωρεί μιαν κορτωτήν, ππιριλλομμάταν καλαμαρούν κουκουβάγια να βκαίνει στο ξωπόρτιν..

Η αλήθκεια ένι ότι εθυμώθην πολλά που του επιάσαν την φωλιάν του, αλλά που την άλλην άρεσεν του πολλά η καλαμαρού..

- Μα ίντα μπου λαλείς δεσποσύνη τωρά.. τούτον εν το σπίτιν μου.. εγιώ επήα σε κάτι ανίψια μου για επίσκεψίν τζιαι τωρά ήρτα πίσω.. εσού ίντα μπου γυρεύκεις δαμαί..

- Εγώ ήρθα πριν πολύ καιρό από την Αθήνα και βρήκα αυτή την όμορφη φωλιά, δεν λέω μια χαρά περιποιημένη την βρήκα, και μένω εδώ τώρα.. ας μην έφευγες.. λαλεί του.. τζιαι κουνάμενη λυγάμενη, μπαίνει στην φωλιά τζιαι φακκά του την πόρτα στα μούτρα.

Ο φίλος μας ο Γκιούνης έμεινεν χάσκοντας..

- Ίντα μπον να κάμω τωρά, λαλεί, πού να πάω έτσι τζιαιρόν.. έν τζι’ έσιει τωρά άλλες φωλιές όφτζιερες δαμαί κατάγυρα..

Έτσι σκεφτικός εξεκίνησεν να πάει μιαν βόλταν να καθαρίσει λλίον το μυαλόν του..

Έφτασεν ως τον Άη-Γιώρκην τζιαι έκατσεν πάνω στο καμπαναρκόν.. Τζιαμαί είδεν έναν ωραίον μισιαρούϊν, ότι πρέπει για μεζέν..

Εσκέφτηκεν λλίον, τζιαι ύστερα βουττά, αρπάσσει το μισιαρούϊν τζιαι εγιόλλαρεν για το δάσος πάλαι.. Έφτασεν έξω που την φωλιάν του τζιαι άρκεψεν να τρώει τζιαι να τραγουδά:

- “Για την καρκιάν, τζιαι την αγκάλην σου
   μα τον Θεόν, ούλλα χαλάλιν σου”

Η Γλαύκα η Αθηναία, είδεν τον που το παραθυρούϊν, άρεσεν της η μελωδική φωνή του Γκιούνη, αλλά άμα είδεν τζιαι το μισιαρούϊν ετρέξαν τα σάλια της.. έν είσιεν φάει τίποτε ακόμα τζιαι επείναν πολλά...

Βκαίνει έξω ούλλον χαμόγελα τζιαι σκέρτσα τζιαι λαλεί του:

- Γεια σου γείτονα.. τι κάνεις; καλά είσαι;;

- Μια χαρά είμαι.. λαλεί της ο Γκιούνης δήθεν αδιάφορος..

- Καλέ, τι ωραίο μεζέ τρως εκεί.., λαλεί του πεταλλίζοντας τα βλέφαρα της..

- Ναι.. εν καλός.. άμα θέλεις κόπιασε να τσιμπήσεις τζι’ εσύ λλίον.., λαλεί της ο Γκιούνης..

- Εεεε.. μιας και δεν έχω φάει ακόμα, λέω να πάρω ένα κομματάκι..

Βκαίνει έξω, τζιαι άρκεψεν τζιαι τζιείνη να τρώει μαζί με τον Γκιούνη.. Άμαν τζι’ εφάασιν, επήαν έναν περίπατον ως το ποταμούϊν να πιούν τζιαι λλίον νερόν να ξεδιψάσουν..

Στον δρόμο, ο Γκιούνης άρχισε να της λαλεί την ιστορίαν του.

- Εγώ είμαι πρόσφυγας που την ωραίαν Λάπηθον αν έσιεις ακουστά..

- Ααα.. μπα.. δεν έτυχε.. λαλεί η Γλαύκα.. και πού είναι αυτή;

- Στα βόρεια της Κύπρου δίπλα στην Κερύνεια.. εν πολλά όμορφος τόπος.. συνδυάζει βουνόν τζιαι θάλασσαν.. σωστός παράδεισος..

- Αν θυμάμαι καλά μου είπες πως σε λένε Γκιούνη.. από πού βγαίνει αυτό;;

- Εν να σου πω ένα ποίημα τζιαι εν να καταλάβεις..



Ήταν 2 αδέρφκια Κύπριοι
Τουρκούϊν τζι’ Ελληνούϊν
πολλά αγαπημένα ,
πρόβατα εβοσκούσαν
σ' άρκονταν μεγάλο,
Γκιούνη λαλούν τον ένα
Δήμο λαλούν τον άλλον.

Κάποιαν μέραν ο Γκιούνης,
δκυό αρνάδες χάνει,
ψάχνει έν τες βρίσκει
τριγυρνά τζιαι κλαίει,
έρκεται στην στάνη
του αδερφού του λέει.

Βρέθηκεν τζιαι τζιείνος
στην κακιάν του ώρα,
άδικα χολιάζει,
σαν θερκόν θυμώνει,
το μασιαίριν φόρα
τζιαι τον εσκοτώνει.

Οι αρνάδες ήρταν
στο κοπάδιν πάλαι
τζιαι ο φονιάς τες βλέπει.
στέκεται κλαμένος,
γύρνει το κεφάλιν μετανοημένος.

Τζιαι ο θεός τον είδε
που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχταν μέραν,
θέλει να πεθάνει,
τζιαι τον ελυπήθει
τζιαι πουλί τον κάμνει.

Τζιαι γι αυτό το βράδυ,
άμα σκοτεινιάζει
το πουλλίν θλιμμένο,
στο δενδρίν κλαρώνει
τζι' ούλλη νύχτα κράζει
Γκιούνη Γκιούνη Γκιούνη..


- Τούτη εν η ιστορία για το όνομα μου.. λαλεί ο Γκιούνης.. τζιαι δικλώντας πάνω στην Γλαύκα την Αθηναία, είδεν δκυό δάκρυα να τζιυλούν που τα όμορφα ππιριλλωτά μματούδκια της.. Απλώνοντας την φτερούγαν του, αγκάλιασεν την καλαμαρούαν τζιαι είπεν της:

- Άτε πουρέκκα μου.. πάμεν μέσα τωρά να μου τζιεράσεις κανέναν βαρύν γλυκόν, γιατί με τζιείνα τζιαι με τούτα επέρασεν η ώρα τζιαι ενύσταξα..

- Πάμε πασά μου.. πάμε.. λαλεί του τζιαι τζιείνη.. πάμε στην φωλίτσα μας να σε κεράσω ότι θέλεις...





(Παραμύθι μου γραμμένο στην Κυπριακή διάλεκτο από την Μαρία μου και την ευχαριστώ πολλά για την υπομονή της και τον κόπο της)

3 Ιουλ 2011

ΒΙΕΣ




Βία είναι η οργή της θύελλας σε άμοιρο βαρκάκι
Βία η ποταπή ματιά δημόσιου υπαλλήλου

Βία το ειρωνικό μειδίαμα σ ερώτα που δεν θέλεις
Βία είναι και η κοπή καινών φλογάτων ρόδων

Βία και το γιαούρτωμα αισχρού πολιτικού
Βία ο αποχαιρετισμός πολύχρονης αγάπης

Βία η δαγκωνιά του λιονταριού στο πόδι ελαφίνας
Βία είν΄ το κορνάρισμα του τζιπ να προσπεράσει

Βία το κίβδηλο χαμόγελο του πωλητή ονείρων
Βίαιος είναι και ο σεισμός που τα χαμόγια ρίχνει

Βίαια τα κλάματα παιδιών με σάπιο κι άδειο μέλλον
…σαν γνωρίζουνε την όψη, που με βιά μετράει την Γη!


20 Ιουν 2011

Θερμοπύλες



Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


9 Ιουν 2011

Η ΕΛΛΑΔΑ του 2011.... !!!

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΞΑΝ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΝΗΜΑ!!!


(Χωρίς άλλα σχόλια, αν και θα μπορούσα να κάνω αρκετά...)

ΠΑΝΤΩΣ ΠΟΛΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΑΘΩ, ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΜΕΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!!!

«Η Τράπεζα της Ελλάδος, Κεντρική Τράπεζα της χώρας, ιδρύθηκε με το ν.3424/7.12.1927 (ΦΕΚ Α΄298) με τον οποίο επικυρώθηκε η σύμβαση μεταξύ του Eλληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος «Περί παραιτήσεως της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος από του προνομίου εκδόσεως τραπεζικών γραμματίων και περί συστάσεως νέας τραπέζης υπό την επωνυμίαν “Τράπεζα της Ελλάδος”» σε εκτέλεση του από 15.9.1927 Πρωτοκόλλου της Γενεύης, οι όροι του οποίου εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. 


[Απόσπασμα από την έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος «Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος 1928-1978», Αθήνα 1978] 
«… Κατά το άρθρο 1 του Καταστατικού, η νέα τράπεζα είναι ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Τράπεζα της Ελλάδος και με έδρα την Αθήνα. … Τα άρθρα 8,9 και 10 του Καταστατικού ρύθμισαν ως εξής τα σχετικά με την κεφαλαιοδότηση του ιδρύματος: Το μετοχικό του κεφάλαιο ορίστηκε σε 400.000.000 δραχμές κατανεμημένες σε 80.000 μετοχές αξίας 5.000 δραχμών. Το κατέβαλε η Εθνική Τράπεζα, η οποία το ανέλαβε ολόκληρο σύμφωνα με του όρους του άρθρου 2 της σχετικής συμβάσεώς της με το Ελληνικό Δημόσιο. Η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε αργότερα αυτό το κεφάλαιο σε δημόσια εγγραφή, με δικαίωμα προτιμήσεως για τους δικούς της μετόχους σε αναλογία δύο μετοχών της Εθνικής προς μία μετοχή της Τραπέζης της Ελλάδος. Η έκδοση του πρώτου τμήματος του κεφαλαίου έγινε σε τιμή 5.000 δρχ. κατά μετοχή, ενώ του δεύτερου και του τρίτου σε τιμή 7.500 δραχμές. Τη διαφορά τη μοιράστηκαν η Εθνική Τράπεζα και το Ελληνικό Δημόσιο…» 

Οι μετοχές της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ονομαστικές και εισηγμένες στην Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε. από 12 Ιουνίου 1930. 

Σήμερα, κατόπιν διαδοχικών αυξήσεων, το μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος ανέρχεται σε €111.243.361,60 διαιρούμενο σε 19.864.886 μετοχές ονομαστικής αξίας €5,60 εκάστη και το πλήθος των μετόχων της ανέρχεται περίπου σε 19.000.»


«Το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος περιέχεται, ως Παράρτημα IV, στο Πρωτόκολλο, του οποίου οι όροι ενεκρίθησαν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, «Περί εγκρίσεως της εκδόσεως δανείου Λιρών Στερλινών 9.000.000», και το οποίο υπεγράφη από την Ελληνική Κυβέρνηση στη Γενεύη την 15 Σεπτεμβρίου 1927.»